Με την σταδιακή επάνοδο της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας στα προ πανδημίας covid-19 επίπεδα, δημιουργήθηκε πολύ γρήγορα αυξημένη ανάγκη για βιομηχανική παραγωγή και οι ανάγκες σε κατανάλωση ενέργειας εντός του 2021 επανήλθαν σε υψηλά επίπεδα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η έλλειψη μακροχρόνιων συμβολαίων προμήθειας φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την ικανότητα της Ασίας να απορροφήσει ποσότητες LNG οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν εισρεύσει εντός Ε.Ε., είχαν ως αποτέλεσμα την εκτόξευση του κόστους προμήθειας φυσικού αερίου, με την χρηματιστηριακή τιμή του να έχει αυξηθεί κατά περίπου 400% από τα τέλη του 2020 έως ΄το τέλος του 2021.
Το παραπάνω γεγονός παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις από την έναρξη της χειμερινής περιόδου η οποία οδηγεί σε αυξημένη ζήτηση κατανάλωσης ενέργειας για την κάλυψη αναγκών θέρμανσης, από τα χαμηλότερα αποθέματα φυσικού αερίου λόγω του περασμένου ψυχρού χειμώνα και από την περιορισμένη διαθεσιμότητα ποσοτήτων αερίου αγωγού από τη Ρωσία προς την Ε.Ε. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ακολουθεί η Ε.Ε. και οι οποίες έχουν ως στόχο την σταδιακή απανθρακοποίηση της ηπείρου, έχουν οδηγήσει στην αύξηση του κόστους δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων (CO2), το οποίο, κατ’ αντιστοιχία με το φυσικό αέριο, έχει αυξηθεί εντός του 2021 κατά 200%.
Τόσο το φυσικό αέριο όσο και το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών αερίων ρύπων, αποτελούν βασικούς παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν το μεταβλητό κόστος καυσίμων των μεγάλων θερμικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, που λειτουργούν καταναλώνοντας κατά βάση φυσικό αέριο και λιγνίτη.
Τελικό αποτέλεσμα του συνδυασμού όλων των ανωτέρω παραγόντων είναι η εκτόξευση των τιμών στην εγχώρια χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία έχει αυξηθεί κατά περίπου 150% σε ετήσιο επίπεδο (Νοέμβριος 2020 με Οκτώβριο 2021).